- παγερός
- -ή, -ὁ (ΑΜ παγερός, -ά, -όν)ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδηςνεοελλ.1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία»)2. συνεκδ. απρόθυμος, ανόρεκτος3. το αρσ. ως ουσ. ο παγερός ζωολ. είδος άγριας μικρόσωμης γάταςαρχ.1. ο κατάλληλος για πήξη, αυτός που πήζεται («αἷμα μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγερόνη ικανότητα για πήξη.επίρρ...παγεράμε παγερό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- τού πήγνυμι* + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθον-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.